Στη γενική κατάταξη των απαιτούμενων προσόντων που πρέπει να πληρεί ένας σκύλος είτε είναι κυνηγιού είτε εκπαιδευόμενος, το στυλ κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις, πάντα πίσω από κυνηγετική ικανότητα και την όσφρηση.
Ο καθένας θέτει προσωπικά κριτήρια για αυτό το λόγο και δεν χρήζει περαιτέρω συζήτησης αυτό το θέμα. Κάθε άποψη είναι σεβαστή.
Το γεγονός ότι κριτήρια όπως κυνηγητική ικανότητα, όσφρηση και στυλ καταττάσονται σε μία κλίμακα βαθμολογίας τυγχάνει επικρίσεως.
Μα στην τελική , τι είναι αυτό το στυλ;
Αν θέλουμε να διαστρεβλώσουμε το νόημα της λέξης στυλ, αυτός ο όρος συχνά χρησιμοποιείται και εμφανίζεται στις επίσημες σχέσεις σαν όρος ικανός να διαγράψει και να τονίσει τη διαφορά, την κομψότητα, την ομορφιά μιας πράξης και μιας συμπεριφοράς. Το στυλ προσέδιδε μια καθαρή αισθητική εκτίμηση της στατικής συμπεριφοράς και της αρμονίας των κινήσεων.
Μα η τεχνική έννοια του όρου στυλ είναι πολύ διαφορετική. Το στυλ, στην εργασία είναι ο προσωπικός τρόπος για να φέρει εις πέρας μια αποστολή: «ιδιαίτερος» γιατί χαρακτηρίζει τη στενή σχέση μεταξύ ανατομικής κατασκευής και ιδιοσυγκρασίας.
Κατασκευή και ιδιοσυγκρασία, αυτό ξεχωρίζει μια ράτσα σκύλου από μίαν άλλη.
Καθιερωμένη κατασκευή ( αναφερόμενη στον «τύπο») καθώς και τα ειδικά ψυχικά χαρίσματα δίνουν σαν αποτέλεσμα το στυλ. Στυλ : εμπορική ονομασία.
Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των εκτιμήσεων που καθιερώθηκαν με βάσει την προσωπική κρίση, συμπεραίνουμε ότι η σημασία του στυλ έγκειται στην ικανότητα του στοιχείου αυτού να δημιουργήσει μιαν έγκυρη ένδειξη γνησιότητας της καταγωγής.
Ο συλλογισμός αυτός είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον και φέρνει τη συζήτηση στον αρχικό διαχωρισμό μεταξύ διαφόρων σκυλιών ράτσας.
Στο έργο του Μικελάντζελο Μπίοντο (γύρω στο 1540) ,που αναφέρεται στους σκύλους και στο κυνήγι, γίνεται αναφορά σε μια διαφοροποίηση των σκυλίσιων φυλών βάσει του ρόλου τους.
Ο συγγραφέας μας ξεχώρισε τρεις κατηγορίες : σκύλος φύλακας και προστάτης, ποιμενικό σκυλί και τέλος το κυνηγόσκυλο το οποίο «όχι μόνο δεν βοηθά το γεωργό μα επίσης τον αποτρέπει και τον παροπλίζει από τη δουλειά». Παράξενη διαπίστωση η οποία από έκτοτε χρήζει επαλήθευσης από τους «φανατικούς» του κυνηγίου.
Ο συγγραφέας «τελειοποιεί» τον κατάλογο των διαφόρων σκυλιών ράτσας προσθέτοντας το Ισπανικό «κουτάβι», προνόμιο των πρίγκιπων και των κυριών, ένας σκύλος συντροφιάς καθώς επίσης και « σκύλος φύλακας των ευγενών» : αυτή η ταξινόμηση που βασίζεται αμυδρά σε μια επιστημονική έρευνα, φαίνεται να είναι εμπνευσμένη από τη συνήθεια των καιρών και από το γεγονός ότι το έργο ήταν αφιερωμένο σε έναν ισχυρό ευγενή : το Φρανγκέσκο Α’ Ντι Βαλουά.
Ο διαχωρισμός μεταξύ των κυνηγόσκυλων είναι επιφανειακός και περιορίζεται στην ταξινόμηση των σκυλιών σε «κυνηγόσκυλα» καθαυτό ( κατάλληλα για την ιχνηλάτηση του θηράματος, πολύ πιθανόν μεγάλου) και τα «εκπαιδευμένα σκυλιά» τα οποία θεωρούνται σαν τα πιο « αγαπητά» ( αλλά όχι σαν μια ξεχωριστή ράτσα) αυτά που σταματούν όταν βρουν τη λεία και περιμένουν το αφεντικό τους.
Κάτι είναι και αυτό.
Το ίδιο στοιχειώδη , όπως διατυπώνεται ,είναι τα σωματικά χαρακτηριστικά των «ρατσών» , που παρόλ’ αυτά δεν είναι σε θέση να εξατομικεύσουν με σαφήνεια ένα συγκεκριμένο τύπο, μορφολογικά καθορισμένο.
Σύμφωνα με τον Μπίοντο, το κυνηγόσκυλο πρέπει να έχει καλές αναλογίες, μικρή και όχι μακριά μουσούδα με συμμετρικό κεφάλι. Ο κορμός του σώματος « το μπροστινό μέρος φαίνεται πιο μεγάλο αλλά είναι ίδιο με το πισινό», το στήθος πιο μικρό από τη κοιλιά , η « πλάτη σωστών αναλογιών η οποία να επεκτείνεται μέχρι την ουρά». Όσον αφορά το χρώμα του τριχώματος :προτιμάται το ποικιλόχρωμο αλλά και μαύρο να είναι δεν θα το υποτιμούσαμε. Το λευκό και το ξανθοκόκκινο χρώμα «ταιριάζει» σε ένα εκπαιδευόμενο σκύλο. Η ουρά είναι κοντή. Από τα πιο πάνω εύκολα συμπεραίνουμε ότι ο κλασικός μη καθαρόαιμος σκύλος κυριαρχούσε στο κυνήγι αγριόχοιρου.
Ο Τζιοβάνι Παστρόνε σε ένα διάσημο δοκίμιο που δημοσιεύτηκε στο δελτίο της Ιταλικής Ένωσης Κυνοφιλίας το 1925 ( Kennel Club) αναφορικά με το στυλ του αγγλικού πόιντερ και του σέττερ προσπαθεί να βρει την καταγωγή αυτών των ρατσών μελετώντας τα έργα αρχαίων και μοντέρνων συγγραφέων ( Arkwright, De Marolles, Gaston Phoebus και άλλους) και καταλήγει ότι το έργο του Μπίοντο, άνω αναφερόμενος, επιβεβαιώνει την ύπαρξη σκυλιών τύπου πόιντερ από το 1500. Στην πραγματικότητα, για να προβεί σε αυτό το συμπέρασμα ο Παστρόνε ερμηνεύει με το δικό του τρόπο μερικές δηλώσεις που περιλαμβάνονται στο De Canibus και αντικρούει το συγγραφέα : « είναι ένα ελάττωμα το γεγονός ότι η ουρά είναι μικρή και κινείται συχνά» ενώ ο Μπίοντο δηλώνει « η κίνηση της μικρής ουράς είναι έντονη και συνεχίζει να κινεί τη μουσούδα του ακόμη και όταν οσφραίνεται τη γη».
Υπάρχουν αρκετές δηλώσεις σε σημείο που μπορούν να προσβάλουν ακόμη και ένα μη καθαρόαιμο πόιντερ . Έτσι είναι λογικό να πιστεύει κάποιος ότι πρέπει να διατρέξει πίσω στο χρόνο για να εντοπίσει μια ακριβή υποδιαίρεση ράτσων όσον αφορά τα απαιτούμενα σωματικά και πνευματικά χαρακτηριστικά ενός σκύλου τα οποία είναι απαραίτητα για την εκτέλεση των καθηκόντων του.
Όπως δηλώνει ο Λέταρτ, γνωρίζοντας ότι ο σκύλος είναι από τα θηλαστικά που παρουσιάζει τη μεγαλύτερη μεταβλητότητα , είναι αμφίβολο εάν αυτές οι ράτσες είναι το φυσικό αποτέλεσμα συνεχόμενων μεταλλαγών που προέρχονται , ας υποθέσουμε , ακόμη και από ένα είδος, ανάμεσα σε άλλα, άγριων σκύλων ( ακόμη κι αν γίνει αποδεκτό ότι προέρχεται – όπως υποστηρίζει ο Λορενς – από ένα είδος , το τσακάλι).
Για αυτό το λόγο το έργο του ανθρώπου δεν χωράει αμφισβήτηση.
Τουλάχιστον όσον αφορά τους σκύλους , η φυσική επιλογή και η εξέλιξη διαδοχικών μεταλλαγών οφείλεται στην καταγωγή. Όμως ο καθορισμός μίας ράτσας με ακριβή και καθορισμένα χαρακτηριστικά κάθε γενιάς οφείλεται μόνο στην επέμβαση του ανθρώπου που ελέγχει και διευθύνει την αναπαραγωγή ακολουθώντας αυστηρούς κανόνες.
Το έργο του εκτροφέα περιλαμβάνει τη συλλογή των φυσικών χαρακτηριστικών που παρουσιάζονται στο σκύλο που θα τον βοηθήσουν τόσο να προσαρμοστεί όσο και να επιζήσει. Αυτά τα χαρακτηριστικά του είναι πολύ χρήσιμα και τα «καθορίζει» διαμέσου περιορισμένων ζευγαρωμάτων με σκύλους που προέρχονται από παρόμοια φυλή.
Η φύση, η επιλογή και η συνεχής πρακτική μέθοδος απονέμουν σε κάθε σκύλο που ανήκει σε κάποια συγκεκριμένη ομάδα , μια ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία, συμπεριφορά και ανατομική κατασκευή : χαρακτηριστικά μιας ράτσας.
Έτσι σήμερα η καθεμία από τις υπάρχουσες ράτσες είναι αναγνωρισμένη βάσει ενός καθαυτού στερεότυπου, μιας μορφολογίας και ικανότητας : τα πρότυπα.
Μα αρχικά η διαφοροποίηση των ρατσών , σαν αυθόρμητο φαινόμενο , δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μόνο μια προσαρμογή στις απαιτήσεις της ζωής σε σχέση με το περιβάλλον, με το θήραμα και τις συνήθειες του.
Τριχωτά ή ογκώδη θηράματα αποκαλύπτουν τη χρησιμότητα ενός συστήματος ιχνηλάτησης. Ο αριθμός των σκύλων δεν παίζει κανένα ρόλο. Έτσι είτε πρόκειται για ένα σκύλο είτε για αγέλη μόνο το σύστημα είναι σημαντικό, ακόμη και αν πρόκειται για ένα σκύλο ιχνηλάτη.
Όταν πρόκειται για φτερωτό θήραμα τότε το τρέξιμο είναι αχρείαστο. Ο σκύλος που εξαρχής κυνηγούσε για τον εαυτό του θεώρησε χρήσιμο και έμαθε να στήνει ενέδρες: πρώτη και στοιχειώδης εκδήλωση της εφόρμησης.
Έτσι γεννήθηκε ο κυνηγετικός σκύλος και το λαγωνικό. Ο καθένας εκτελεί το δικό του καθήκον με το δικό του σύστημα.
Η ίδια αρχή διακρίσεων, χρήσιμη στη μεγάλη οικογένεια γενικά των κυνηγετικών σκυλιών εφαρμόστηκε ακόμη και στη μικρή ομάδα των σκύλων εφόρμησης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όλο το φτερωτό θήραμα δεν συμπεριφέρεται με τον ίδιο τρόπο. Όλες οι ποικιλίες δεν επιλέγουν και συχνάζουν στον ίδιο βιότοπο. Η ποικιλομορφία εδάφους , συνηθειών και διαφορετικοί τρόποι άμυνας του θηράματος , απαιτούν από το σκύλο κατάλληλες φυσικές ιδιότητες και καθοριστικές ψυχικές προδιαθέσεις.
Έτσι ισχύει εδώ ο φυσικός νόμος της προτεραιότητας της συμπεριφοράς αναφορικά με τη φυσική κατασκευή : προσαρμογή της φυσικής κατασκευής στις εκδηλώσεις συμπεριφοράς οι οποίες με τη σειρά τους καθορίζονται από το περιβάλλον.
Αυτός που κρίνει τη χρησιμότητα ενός σκύλου αυτά τα μέτρα σύγκρισης χρησιμοποιεί καθώς αντιπροσωπεύουν – και θα έπρεπε να αντιπροσωπεύουν – την τυπική συμπεριφορά μιας ράτσας κατά τη εκτέλεση και συμπλήρωση του ρόλου του.
Εντούτοις αυτά τα πρότυπα δεν περιορίζονται σε κατηγορηματικές αρχές, σε ακριβή τύπους εύκολης και μαθηματικής εφαρμογής όμως συχνά επεκτείνονται σε λεπτομερείς περιγραφές , περίπλοκες έρευνες , ερμηνευτικές διαδικασίες της σκυλίσιας ψυχολογίας( συχνά αυθαίρετες) που απαιτούν για λόγους ακριβείας και αποτελεσματικότητας μία λογική κρίση και μελέτη.
Έχουμε ήδη ξαναπεί ότι όταν λέμε «στυλ» εννοούμε τον ιδιαίτερο τρόπο που φέρνει εις πέρας ένα έργο. Αυτός ο ιδιαίτερος τρόπος βρίσκεται σε στενή συσχέτιση με την ανατομική κατασκευή και την ιδιοσυγκρασία: «καθορισμένη» κατασκευή και ιδιοσυγκρασία , δηλαδή που υπόκεινται σε μια σταθερή αναπαραγωγή και κατά συνέπεια θεωρούνται τα κύρια αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά μιας ράτσας.
Εμείς όμως γνωρίζουμε ότι όσον αφορά μια ράτσα δεν υπάρχουν σκύλοι που να είναι ακριβώς ταυτόσημοι μεταξύ τους , εφόσον κάθε οργανισμός ,σε σύγκριση με ένα όμοιο είδος , παρουσιάζει μεταβολές που οφείλονται στην κληρονομικότητα , στο περιβάλλον και σε άλλους παράγοντες. Ο γνωστός Charles Hure , παραδείγματος χάρη, στην έκθεση του στο Κυνολογικό Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι το 1937 και έφερε το τίτλο Το στυλ των πόιντερ προσδίδει στα αρσενικά πόιντερς ένα ξεχωριστό στυλ , πιο διαφορετικό από τα θηλυκά της ίδιας ράτσας δηλώνοντας ότι το αρσενικό πόιντερ διαθέτει μια πιο κάθετη σπονδυλική στήλη , καθώς και ο τρόπος που προσεγγίζει και πλησιάζει το θήραμα αποτελεί χαρακτηριστικό χάρισμα των αρσενικών.
Πρόκειται για μικρές παρατηρήσεις που κατά την άποψη μου είναι σε θέση να δείξουν πως συχνά η λέξη «στυλ» - τεχνικός όρος- χρησιμοποιείται για να εκφράσει ιδιαίτερες ατομικές συμπεριφορές οι οποίες τις περισσότερες φορές δεν εξαρτώνται από την «εμπορική ονομασία».
Αντιθέτως, σκύλοι που ανήκουν σε διαφορετική ράτσα, εκδηλώνουν μια εγκόσμια μοναδικότητα προέλευσης, ταυτότητα συμπεριφοράς σε ειδικές περιπτώσεις και ή σε συγκεκριμένες φάσεις της κυνηγετικής δραστηριότητας.
Το γεγονός ότι η ουρά παραμένει ακίνητη κατά τη διάρκεια της ιχνηλασίας δεν αντικατοπτρίζει τόσο μια ιδιαιτερότητα μίας ράτσας όσο μια μηχανική ανάγκη. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό των galoppatori, των σέττερς , των ποιντερ και των λαγωνικών. Αυτό αποτελεί κατά συνέπεια μια ευπρέπεια κινήσεων και όχι ένα χαρακτηριστικό της ράτσας.
Έτσι το γεγονός ότι κρατά την ουρά ακίνητη κατά τη διάρκεια της εφόρμησης αποτελεί ένα κοινό χαρακτηριστικό και εξαρτάται από τη νευρική παρόρμηση και το βαθμό έντασης του κάθε υποκειμένου. Δεν πρόκειται για μία τυπική έκφραση μιας συγκεκριμένης ράτσας.
Συνεπώς αυτά τα πρότυπα , αναφορικά με το στυλ, οφείλουν να απαλλαχτούν από κάθε περιγραφικό στοιχείο που αφορά το περίγραμμα και το χρώμα έτσι ώστε να καθοριστούν με ακρίβεια τα τυπικά παγκόσμια στοιχειά που απαρτίζουν τα βασικά χαρακτηριστικά μιας ράτσας.
Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στα περιγραφικά στοιχεία που αφορούν το περίγραμμα ή το χρώμα καθώς προκύπτει μια ιδιαίτερη συμπεριφορά του υποκειμένου που προέρχεται από την προσωπικότητα ή από τον τρόπο συμπεριφοράς κοινή και σε άλλες ράτσες.
Η περιγραφή του ιταλικού λαγωνικού που περιλαμβάνεται στο επίσημο πρότυπο διαφέρει ελάχιστα από εκείνη που έδωσε ο Kurzhaar: έτσι δεν είναι αρκετά διαφοροποιημένη που να μας επιτρέπει να κρίνουμε το στυλ μοναχά από τον τρόπο που κρατά επαφή με το θήραμα.
Το ίδιο συμβαίνει και με ένα αληθινό λαγωνικό που εξακολουθεί να θεωρείται λαγωνικό ακόμη και αν κατά τη διάρκεια της εφόρμησης δεν « κρατάει το λαιμό του λίγο κάθετο… η ρινική κοιλότητα γυρισμένη αποφασιστικά προς τα κάτω με μια κλίση γύρω στις 30 μοίρες κάτω».
Έτσι ένα σέττερ μπορεί να θεωρηθεί ένα καλό σέττερ ακόμη και αν ,ψάχνοντας το θήραμα , η διαγώνιος του, είναι όπως επισημαίνουν και τα πρότυπα ,δεν βρίσκεται σε μια πορεία «ελαφρά ελισσόμενη σε σχέση με την ευθεία που ενώνει τα δυο ακραία σημεία της ίδιας της διαγώνιου..»
Κατά συνέπεια ποιοι είναι οι παράγοντες που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας εάν επιθυμούμε να καθορίσουμε ένα συγκεκριμένο στυλ?
Σημαντικοί παράγοντες είναι: το βάδισμα, η λήψη μιας στάσης , η εφόρμηση.
Το πιο πάνω κείμενο αποτελεί μετάφραση από το βιβλίο του Enrico Oddo με τίτλο FIELD TRIALS. Η μετάφραση έγινε με την βοήθεια και την συνεργασία του κ. Πέτρου Α. Μιχαήλ, Προέδρου του Ο.Ε.Μ.Κ.
Επιφυλάσσονται όλα τα δικαιώματα δημοσίευσης του πιο πάνω άρθρου.